- βιομετρία
- βιομετρική η биометрия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιομετρία — βιομετρία, η και βιομετρική, η ο υπολογισμός της πιθανής διάρκειας της ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιομετρία — Επιστήμη που μελετά ποσοτικά και κυρίως στατιστικά τα βιολογικά φαινόμενα. Μολονότι η σημερινή βάση της β. προέρχεται ουσιαστικά από τις εργασίες του Φράνσις Γκάλτον και του Γκρέγκορ Μέντελ, ιδρυτές της μπορούν να θεωρηθούν ο Ιταλός Σαντόριο… … Dictionary of Greek
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
στατιστική — Επιστήμη, η οποία μελετά, χρησιμοποιώντας κατάλληλες μεθόδους έρευνας, τα ομαδικά, κοινωνικά ή φυσικά φαινόμενα, με σκοπό να συναγάγει νόμους που τα διέπουν. Χρησιμοποιώντας την επαγωγή και την απαγωγή, η σ. φροντίζει δηλαδή ν’ αναζητήσει και να… … Dictionary of Greek
Πιρλ, Ραϊμόνδος — (Pearl, 1879 – 1940). Αμερικανός βιολόγος, δημογράφος και στατιστικός. Σπούδασε στο κολέγιο Ντάρτμουθ και το 1902 έγινε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, όπου δίδαξε ζωολογία. Την περίοδο 1907 1918 ήταν διευθυντής του τμήματος βιολογίας… … Dictionary of Greek